- κολοσκόπηση
- ηιατρ. εξέταση τού παχέος εντέρου σε όλο το μήκος του με τη βοήθεια εύκαμπτου ενδοσκοπίου.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. coloscopie < colo- (< κόλον) + -scopie (< -σκοπία < -σκοπός < σκοπῶ)].
Dictionary of Greek. 2013.